ὀλιγόφυλλος

ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφυλλος
having few leaves
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολιγόφυλλος — η, ο (Α ὀλιγόφυλλος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει λίγα φύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + φυλλος (< φύλλον)] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγόφυλλα — ὀλιγόφυλλος having few leaves neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανόφυλλος — μανόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει αραιά φύλλα, ολιγόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός + φύλλο] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”